- μπιστεμένος
- güvenilir
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπιστεμένος — η, ο βλ. μπιστεύω … Dictionary of Greek
(ε)μπιστεύομαι — (ε)μπιστεύτηκα, μπιστεμένος, μτβ. και αμτβ. 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον: Δεν τον εμπιστεύομαι. 2. λέω ή παραδίνω κάτι σε κάποιον εμπιστευτικά: Μου εμπιστεύτηκε το μυστικό του. 3. η μτχ. πρκ. ως επίθ., μπιστεμένος, η, ο έμπιστος, αφοσιωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… … Dictionary of Greek
μπιστεύω — 1. (ενεργ. και μέσ.) εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μπιστεμένος, η, ο έμπιστος, πιστός, μπιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ πιστεύομαι] … Dictionary of Greek